τερψίβιος

τερψίβιος
-α, -ο, Ν
αυτός που κάνει τη ζωή τερπνή, ευχάριστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + βίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αθ. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”